Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Η Νεράιδα: Κείμενο του Νίκου Μέρτζου (Περιοδικό Μακεδονική Ζωή-1975) Ευχαριστώ τον καλό μου φίλο που μου το έστειλε


Έβλεπα κάτι φωτογραφίες απ’ τη Νεράιδα, το Μακεδονικό χωριό που βυθίστηκε αργά και αναπότρεπτα στα νερά της λίμνης Πολυφύτου. Και οι εικόνες, με τα μισοκατεστραμμένα σπίτια, και μ’ άλλα, ανέγγιχτα ακόμη, αναδίδουν μια θλίψη και μια εγκατάλειψη που ίσως κανείς δεν πρόκειται να συγκρατήσει σε λόγια. Γιατί τα πράγματα σαν πεθαίνουν, δεν έχουν φωνή παρά μονάχα ένα βαθύ παράπονο γεμάτο πίκρα. . Στέκει ακόμη εκεί ένας φούρνος στην άκρη της αδειανής αυλής. Η καμάρα του, απαλή, στερεωμένη απ’ τα χέρια του νοικοκύρη με
πολλήν τρυφερότητα, είναι καπνισμένη απ’ τα φρύγανα και τα πουρνάρια που κάποτε άναβαν για να ψήσουν τις κουλούρες και το γλυκό ψωμί. Και η θύρα του φούρνου, μισάνοιχτη, σαν στόμα σκοτεινό χάσκει. Αναδίδονταν κάποτε απ’ εκεί η ευωδιά του ζεστού ψωμιού και τα παιδόπουλα γυμνόποδα, έτρεχαν τότε γύρω απ’ την πινακωτή σαν πεταλούδες μιας κάποιας ευτυχίας τόσο ταπεινής που γλυκύτερη δεν βάνει ο νους του ανθρώπου. Αυτός ο φούρνος, που εσιώπησε δια παντός, δίδει όλη την ερημιά της ζωής. Γιατί εκείνη η φωτιά, με τις χρυσές αναλαμπές και με την προσμονήν της χόβολης, είναι που, εδώ και αμέτρητους αιώνες, θερμαίνει τους αρμούς της ανθρώπινης κοινωνίας. Ξαναβλέπει κανείς τη γιαγιά, φορτωμένη με νύφες και μ’ αγγόνια, εξαγνισμένην απ’ τα χρόνια, το πένθος, τη χαρά και το μόχθο, να κάθεται απάνω στο σκαμνί της, εκεί στην άκρη του φούρνου, και να εποπτεύει με τη γοργή ματιά της, τη νοικοκυρά του σπιτιού, τις θυγατέρες και τις νύφες της που πλάθουν, φουρνίζουν και ξεφουρνίζουν το ψωμί. Τα αγόρια έχουν κουβαλήσει τα φρύγανα και τα ξύλα απ’ το βουνό και στέκουν παράμερα να πάρουν ένα κομμάτι από το πρώτο πλαστό που αχνίζει ακόμα. Τα μικρούλια, όλα τριγύρω, έχουν φέρει τις φτέρες και τα βάτα με τις οποίες η κυρά-«μάννα» έχει σβήσει τη μεγάλη κάψα και έχει σκουπίσει καλά το φούρνο, πριν ρίξει μέσα τα ψωμιά. Τώρα περιμένουν να αρπάξουν στον αέρα τα κουλούρια και τις μικρές πίττες που η γυναίκα–Εστιάς έχει πλάσει από τα απομεινάρια της ζύμης για δαύτα και τα ’χει κεντήσει με σουσάμι και με παραμύθια, με δράκοντες , με Αη-Γιώργηδες και με σταυρούς. Μια μέρα κάθε βδομάδα συνάζονταν, γύρω από εκείνον τον φούρνο, η ζωή με όλη τη σεβάσμια παράδοση των αιώνων και τα λιγνά ελαιόφυτα της νέας γενιάς. Μαζεύονταν από τη μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού οι γείτονες, προσέτρεχαν τα παγανά, οι θρύλοι και εκείνη η πείνα των δυνατών κορμιών που αντρειεύονταν και θέριευε σαν τα πλατάνια από τη δύναμη της γης. Έτσι ήταν κάποτε εκείνοι οι φούρνοι των χωριών-μια ολάκερη τελετουργία ζωής. Μα εκεί, στην Νεράιδα τα νερά έπνιξαν τον εγκαταλελειμμένο φούρνο, όπως άλλωστε υψώνεται και όλα τα πνίγει στη μεγάλη βοή της η επέλαση του χρόνου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου