Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Συνέντευξη στην Εφημερίδα "ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" Δεκέμβριος 1973


     “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ” - Κυριακή, 16 Δεκεμβρίου 1973

     ΣΕ ΛΙΓΕΣ μέρες η Νεράϊδα δεν θα υπάρχει. Θα σκεπαστή από τα νερά της μεγάλης τεχνητής λίμνης που δημιουργεί η ΔΕΗ λίγο έξω από τα Σέρβια. Και μετά από χρόνια θα έχη γίνει παραμύθι. Ένα παραμύθι που θα λέη στα παιδιά πως ο σκληρός Αλιάκμων έπνιξε κάποτε ένα μακεδονικό χωριουδάκι για να κερδίσουν οι άνθρωποι του τόπου μας περισσότερο φώς…
Μια αγωνιώδης έκλησι των κατοίκων της Νεράϊδας, να ξεχειμωνιάσουν στο χωριό τους, πριν το ισοπεδώσουν οι μπουλντόζες, μας έφερε κοντά τους. Η έκκλησι ανέφερε μεταξύ άλλων:
‘‘ Πώς να εγκαταλέιψουμε μέσα στο χειμώνα τα σπίτια μας; Πως και που να μεταφέρουμε τα καπνά μας που η ειδική επεξεργασία τους δεν επιτρέπει τη μετακίνηση; Τα ζώα μας που να τα πάμε; Τις τροφές που να τις αποθηκεύσουμε; Τα νοικοκυριά μας που να τα εγκαταστήσουμε; Μήπως βρέθηκε από τους αρμόδιους άλλη περιοχή για την εγκατάστασή μας και αρνούμεθα ή δυστροπούμε να μεταφερθούμε εκεί; Η μήπως είναι τόσο εύκολο να ξεριζωθεί ένα ολόκληρο χωριό πριν βρεθεί η αντίστοιχη περιοχή για τη μετακίνηση του; ..’’
     Και οι κάτοικοι της Νεράϊδας κατέληγαν με την παράκληση να τους αφήσουν να μείνουν στις εστίες τους μέχρι να λειώσουν τα χιόνια…

     ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΝΕΡΑΪΔΑ
      ΠΙΚΡΗ  είναι η ιστορία της Νεράϊδας και ακόμα πικρότερη των κατοίκων της. Το χωριό Νεράϊδα βρίσκεται ανάμεσα στην Κοζάνη και τα Σέρβια, δίπλα στη γέφυρα του Αλιάκμονα, στην εθνική οδό Λαρίσης – Κοζάνης.
       Οι πρώτοι κάτοικοί της ήσαν Έλληνες της Μικράς Ασίας, που τους ξερίζωσε από τις εστίες τους η εθνική καταστροφή του 1922.
       Στην αρχή, το 1923, εγκαταστάθηκαν σ΄ένα τουρκοχωριό, Εχμετσού το λέγανε, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από τη σημερινή τοποθεσία του χωριού.
Αργότερα όμως, αναζητώντας περισσότερο νερό, κατέβηκαν πιο κάτω, κοντά στον Αλιάκμονα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα.
Ζουν ακόμα στο «μελλοθάνατο χωριό» μερικοί από τους ιδρυτές του. Γέροι πια, θυμούνται και καταριούνται τη μοίρα που  επεφύλαξε στη γενιά τους δυο ξεσπιτώματα. Το πρώτο, από τις χαμένες πατρίδες τους. Το δεύτερο, από το σημερινό χωριό τους.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ
-ΗΡΘΑΜΕ εδώ 50 οικογένειες από τη Σεβάστεια, το 1923, θα μου πη ο 75χρονος Ιωάννης Ντουβαρτζίδης, με τα ρούχα μόνο, που φορούσαμε. Αφήσαμε πίσω μας τρανά νοικοκυριά. Πάνω από 200 στρέμματα είχε η κάθε οικογένεια εκεί. Πλούσια γη. Ο,τι ήθελες μας έδινε. Παλέψαμε μισόν αιώνα για να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας. Και τώρα την χάνουμε κι΄ αυτή. Σε λίγες μέρες το χωριό μας θα είναι σκεπασμένο από τα νερά…
Τον γέρο Ντουβαρτζίδη τον βρήκαμε στο μοναδικό καφενείο του χωριού που εξακολουθεί, όπως και καμιά 30ριά σπίτια, να μένουν ακόμα όρθια. Τα υπόλοιπα ( άλλα 30 περίπου) έχουν ισοπεδωθεί από τις μπουλντόζες.
Η παρουσία μας μάζεψε γύρω από τη σόμπα του καφενείου κι΄ άλλους Νεραϊδιώτες . Εξω χιόνι. Κάτασπρες οι στέγες. Κάτασπροι οι δρόμοι.
 Ο γέρο Ντουβαρτζίδης θυμάται ότι ήλθε πριν 52 χρόνια στον Πειραιά από τη Μερσίνα, με το ατμόπλοιο  «Προποντίς». Μετά τους μετέφεραν στην Δυτική Μακεδονία. Από τότε δεν ξαναείδε τον Πειραιά. Έσκυψε στη λίγη μακεδονική γη που τους παρεχώρησε η πολιτεία, και όπως όλοι τους, την έκαναν να καρπίσει με τη δουλειά και τα δάκρυα τους…
     ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ
     ΣΤΗΝ αρχή το χωριό το βάφτισαν Νέα Ηράκλεια. Του έδωσαν το όνομα του μικρασιατικού χωριού, από το οποίο κατάγονταν οι περισσότερες οικογένειες. Μετά όμως, ύστερα από πρόταση  του Μητροπολίτη της περιοχής, το μετονόμασαν σε Νεράϊδα, γιατί πολύ κοντά δίπλα στο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας υπάρχουν πηγές, όπου κάθε Πρωτομαγιά πήγαιναν από τα γύρω χωριά και γλεντούσαν με ψητά αρνιά, λύρες, Ζουρνάδες και ποντιακά τραγούδια.
       Όταν πρωτοεγκατεστάθησαν  στο τουρκοχώρι Εχμετσού, οι ξερριζωμένοι μετανάστες έφτιαξαν σ΄ένα ύψωμα, στα ριζά του Βερμίου, ένα εκκλησάκι που τιμούσε τη μνήμη του Προφήτη Ηλία. Εκεί, στις ανομβρίες, έκαναν παρακλήσεις.
       Γύρω από το εκκλησάκι αυτό σκοπεύουν τώρα να μεταφέρουν τα νοικοκυριά τους.
       ΕΞΗ ΜΗΝΩΝ ΖΩΗ
       Η ΝΕΡΑΪΔΑ θα θυσιάζεται για το καλό όλων μας. Όλοι μας, λοιπόν, έχουμε χρέος να σεβαστούμε την τελευταία θέλησή της. Και η τελευταία θέλησή της είναι να την αφήσουν να ζήση, αφού άλλωστε δεν θα καθυστερήσει το έργο, έξη μήνες ακόμη, για να δοθεί ο χρόνος στους κατοίκους της να ξαναφτιάξουν, για δεύτερη φορά, το νέο χωριό τους.
       Το τι θα μας δώσει η θυσία της Νεράϊδας, μας το λέει η Δ.Ε.Η.:
       «Το δεύτερο σε μέγεθος ποτάμι της Ελλάδος, ο Αλιάκμων, μπαίνει κι΄αυτό με τη σειρά του κάτω από τον έλεγχο της ΔΕΗ. Μετά τον Λούρο, Ταυρωπό.., Μετά τον ατίθασο και παντοδύναμο Αχελώο ήλθε η στιγμή και για τον Αλιάκμονα. Το πρώτο μεγάλο έργο για την αξιοποίηση των νερών του ποταμού αυτού είναι το υδροηλεκτρικό έργο «Β.Καρδαμάκης», κοντά στο Πολύφυτο, της περιοχής Κοζάνης. Είναι έργο με διπλή απόδοση: Απόδοση στον ενεργειακό τομέα, αλλά και στην γεωργική οικονομία. Περίπου εξακόσια εκατομμύρια κιλοβατώρες ρεύματος θα δίνει στο σύστημα της ΔΕΗ ο Υδροηλεκτρικός Σταθμός «Β. Καρδαμάκης». (Σ.Σ. : Το σύνολο της ενεργειακής παραγωγής μας ανέρχεται σε 11.604.000.000 κιλοβατώρες. Αλλά, συνεχίζει η Δ.Ε.Η., με τα νερά που θα φεύγουν από το Σταθμό, θα εξασφαλισθεί η άρδευση 1.355 χιλιάδων στρεμμάτων στις πεδιάδες Θεσσαλονίκης, Κατερίνης και Ανατολικού Βερμίου».
       Για τη δημιουργία του τεραστίου έργου απαιτείται η δημιουργία τεχνητής λίμνης, που θα καταλάβει επιφάνεια 74.000 στρεμμάτων και θα έχει περιεκτικότητα σε νερό περίπου δύο δισεκατομμύρια κυβικά.
     Αυτή η λίμνη θα «πνίξει» τη Νεράϊδα και ένα μικρό μέρος από το χωριό Γούλες. Ακόμη θα κατακλυσθεί ένα τμήμα της εθνικής οδού Λαρίσης – Κοζάνης. Στο σημείο εκείνο κατασκευάζεται ήδη νέα μεγάλη γέφυρα μήκους 1800 μέτρων και πλάτους 13!
     ΣΤΟ καφενείο της Νεράϊδας  και με την υπόκρουση των βρυχηθμών της μπουλντόζας που γκρέμιζε τα ακραία σπίτια του χωριού, μιλήσαμε και με άλλους Νεραϊδιώτες. Η κ. Υπερμαχία Σιδηροπούλου, η κ. Ελπίδα Χατζηϊωαννίδου, η κ. Δέσποινα Βαμβακίδου και άλλες, που το μικρό τους όνομα αποκαλύπτει τον τόπο καταγωγής τους, θα μας πουν πως ήλθανε κοριτσόπουλα από την πλούσια Σεβάστεια και ξόδεψαν τη ζωή τους παλεύοντας επί μισόν αιώνα με την άγονη μακεδονική ζωή. Μερικές θα μας εκμυστηρευθούν επί πλέον και το παράπονό τους  και όλες μαζί θα μας υπογραμμίσουν την ατυχία τους να ξεριζωθούν από τον τόπο τους για δεύτερη φορά.
     Μας έδωσαν κι΄ ένα υπόμνημα προς το Νομάρχη, στο οποίο με γλώσσα επίσημου εγγράφου διατυπώνουν τα αιτήματά τους. Να μερικά:
     «Απευθυνόμεθα, αναφέρεται στο υπόμνημα,  ως υστάτην ελπίδα προς Υμας κ. Νομάρχα και προς πάντα ιθύνοντα όπως επεμβαίνοντες περισώσετε ό,τι απέμεινε από τα  δίκαια αιτήματα των αγροτών. Αιτήματα πάντων των πληττομένων αγροτών είναι:
     α) Η  αναπροσαρμογή των αποζημιώσεων εις το προσήκον μέτρον και εξόφλησιν αυτών.
     β) Συμπαράστασις του επισήμου Κράτους εις την προσπάθειαν εγκαταστάσεώς μας  με τους νέους υφ΄ ημών επιλεγέντας χώρους και οικονομική ενίσχυσίς μας υπό του Κράτους και ειδικώτερον εκ των κονδυλίων παραμεθορίων περιοχών.
     γ) Η εκ μέρους των αρμοδίων ρύθμισις της περιπτώσεως παραμονής μας εις τους οίκους μας επί εν εισέτι εξάμηνον, ίνα δυνηθώμεν να εξιοποιήσωμεν να μεταφέρωμεν το νοικοκυριό μας, τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα μας και τα καπνά μας,
τα οποία, λόγω της ειδικής επεξεργασίας, δεν είναι δυνατόν επί του παρόντος να μετακινηθούν.
            δ) Άμεσος καταβολή υπό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κατά προτίμησιν της επιδικασθείσης και αναγνωρισθείσης αποζημιώσεώς μας κλπ, κτλπ».
       Δεν  αγωνιά μόνο η Νεράϊδα. Κι΄ ένα άλλο χωριό, οι Γούλες, κοντά στα Σέρβια, περνά δύσκολες μέρες. Οι Γούλες δεν θα κατακλυσθούν εξ ολοκλήρου από τα νερά της τεχνητής λίμνης. Μερικά μόνο σπίτια θα «πνιγούν¨. Θα θυσιασθούν όμως για χάρι του έργου πολλά καλλιεργήσιμα  κτήματα Γουλιωτών. Οι Γούλες είναι παλιό μακεδονικό χωριό. Ο ένας, όμως, οικισμός του έγινε από Έλληνες της Μικράς Ασίας.
       Χάρηκαν οι Γουλιώτες που μας είδαν στο χιονισμένο χωριό τους. Μας πήραν σπίτια τους και μας ζέσταναν με το τσίπουρο και τη μακεδονική καρδιά τους. Μας είπαν τον πόνο τους. Ηταν ο ίδιος πόνος που ακούσαμε και στη Νεράϊδα. Και για μεν τη Νεράϊδα, καλά – άσχημα, μετά τον κατακλυσμό του χωριού από τα νερά, της τεχνητής λίμνης, το δράμα θα τελειώσει. Οι Γουλιώτες όμως θα ζούν με την αγωνία των καθιζήσεων που θα δημιουργήσουν τα νερά.  Γι΄αυτό και παρακαλούν να έχουν μια έγκυρη γνώμη από τους τεχνικούς, που κατασκευάζουν το έργο.
       Και τελειώνουμε με μια λεπτομέρεια:
       Τόσο η Νεράϊδα  όσο και οι Γούλες, που με τη θυσία τους θα προσφέρουν στο ενεργειακό δυναμικό της χώρας 600.000.000 κιλοβατώρας, δεν γνώρισαν το ηλεκτρικό φως. Οι κάτοικοί τους φωτίζονται ακόμη με λάμπες πετρελαίου..
       Απεσταλμένος Εφημερίδας “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”
       Δημοσιογράφος    ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ
       Αρχείο:Δέσποινα Ιωαννίδου
                     Δημοτική Σύμβουλος
                   Δήμου Σερβίων Βελβεντού

Συνεντευξη στο Περιοδικό "ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ"

ΜΙΑ Νεράϊδα θα κάνει φέτος τα τελευταία της Χριστούγεννα. Μετά θα πνιγεί! Θα την εξαφανίσουν σκεπάζοντάς την με χιλιάδες τόνους νερού.

     Τριάντα χιλιόμετρα πάνω από την Κοζάνη, απέναντι απ΄ τα Πιέρια και το Σαραντάπορο, σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων, η Νεράϊδα  ένα χωριό με 40 οικογένειες  περιμένει καρτερικά τη  μοίρα του. Το νερό που θα σκεπάσει για να γίνει ο μεγάλος υδροηλεκτρικός σταθμός του Πολυφύτου. Τεράστιο πραγματικό έργο απαραίτητο για τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας.
     Ηδη ο Αλιάκμονας – που καθώς τον βλέπεις από ψηλά μοιάζει αλήθεια με φίδι- γλείφει πότε νωχελικά και πότε ορμητικά τα σπίτια του χωριού που έχουν κιόλας εγκαταλειφθεί.
     Πρέπει λοιπόν, να γίνει ο υδροηλεκτρικός σταθμός. Και πρέπει , για χάρη του, να εξαφανισθεί κάτω απ΄ τα νερά η Νεράϊδα. Όπως τότε, που έπρεπε ο πρωτομάστορας να στεριώσει, με τη θυσία της γυναίκας του, της Αρτας το γεφύρι.
    
     «Δεν φεύγουν, ο Κόσμος να χαλάσει»
     Ο οδηγός του ταξί που παίρνω από το Πλατύ είναι και… ενημερωμένος:
     -Στην Νεράϊδα πας; Τους ξεκλήρισαν εκεί. Από 100 οικογένειες που ήταν, έμειναν δώδεκα. Αυτοί δεν φεύγουν ο κόσμος να χαλάσει.
     Πλησιάζουμε στο μέρος που θα γίνει ο υδροηλεκτρικός σταθμός . Ο ταξιτζής δείχνει τις απέραντες πεδιάδες.
     -Να… όλα αυτά θα γεμίσουν νερό. Η Νεράϊδα είναι αυτά εκεί τα σπιτάκια.
     Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω εκεί ψηλά. Μερικά σπιτάκια πνιγμένα στο χιόνι… Μια – δύο καπνοδόχες αχνίζουν. Σε πιάνει δέος καθώς σκέφτεσαι ότι εδώ, που τώρα είναι άσφαλτος, μετά την Άνοιξη  θα είναι νερό που θα φτάνει μέχρι εκεί πάνω.
     Κάτω κυλά ήσυχος τα νερά του ο Αλιάκμονας, το ποτάμι που θα πνίξει τη Νεράϊδα.
     Πλησιάζουμε στα πρώτα κτίσματα της Νεράϊδας. Είναι η Αγία Βαρβάρα και το σχολείο. Δεν λειτουργεί η εκκλησία πια.
     Έτσι παραμένουν οι υπόλοιποι «αλειτούργητοι και ακοινώνητοι», όπως μου είπε η γιαγιά Έλένη.
     Σταματάμε εκατό μέτρα πιο πάνω. Εδώ είναι το μπακάλικο, που είναι και καφενείο και φαρμακείο και αίθουσα «διασκέψεων» του χωριού. Μια μικρή σόμπα «σπάει» το κρύο που μπαίνει από τις χαραμάδες.

       Ο Χαράλαμπος Κωνσταντινίδης είναι ο μπακάλης, καφετζής, «φαρμακοποιός» κτλ. Του χωριού. Μας υποδέχεται ανοιχτόκαρδα όπως μόνον ένας αγαθός χωριάτης ξέρει να δέχεται. Μας φέρνει και τσικουδιά και αρχίζει:
       -Πάει, είναι τα τελευταία μας Χριστούγεννα εδώ. Ύστερα θα αφήσουμε  το χωριό μας. Την Άνοιξη εδώ πάνω θάχει βάθος το νερό γύρω στα είκοσι μέτρα. Θέλουν να μας διώξουν. Πώς να φύγουμε που να πάμε;
       -Δεν σας δίνουν χρήματα;
       -Μας έδωσαν το 60%  του Πρωτοδικείου. Θ΄ αφήσουμε τη γη μας και τα σπιτάκια μας για ένα κομμάτι ψωμί.
       -Ναι αλλά το έργο πρέπει να γίνει…
       -Και μεις λέμε να γίνει. Χαρίζουμε τον πόνο του ξεριζωμού μας γι΄ αυτό. Ας μας δώσουν, όμως τη δυνατότητα να κάνουμε και μεις σπιτικό και ένα χτήμα. Εμείς σκεφτόμαστε να κάτσουμε εδώ μέχρι να μας πληρώσουν. Οι άλλοι φύγανε. Άλλοι από δω άλλοι από εκεί. Τώρα κλαίνε την μοίρα τους.
       Στο μεταξύ οι άλλοι χωριανοί έχουν «μυριστή» ότι κάποιος ξένος μπήκε στο καφενείο και σιγά – σιγά αρχίζουν και συγκεντρώνονται. Μέσα σ΄ αυτούς ξεχωρίζω τον γεροντότερο. Είναι ο παππούς του χωριού. Τον λένε Βασίλη Ιωαννίδη. Δεν ήξερε να μου πει πόσο χρονών είναι:
       -Εδώ γεννηθήκατε;
       Όπως μιλά (μια περίεργη διάλεκτο) είναι δύσκολο να καταλάβω τι λέει. Μέσες άκρες όμως ξεχωρίζω:
       -Εγώ είμαι από τους πρώτους που ήρθαμε στο χωριό όταν μας έδιωξαν οι Τούρκοι. Τότενες που μας διώξανε ήρθαμε σ΄ ένα χωριό, εδώ πιο πάνω, στο Εκμεξίς. Στην αρχή (1923-24) είμαστε στη Σεβάστεια. Από κει μας ξερίζωσαν οι Τούρκοι.
            -Πότε ήρθατε στη Νεράϊδα;
     -θαρρώ πως ήταν το 1932 – 1933. Τότε, επειδή στο Εκμεξίς δεν είχε νερό, κατηφορίσαμε και ήρθαμε εδώ. Το κράτος μας είχε δώσει τότε 3.000 δρχ. στον καθένα μας. Αρχίσαμε που λες να χτίζουμε. Πρώτα – πρώτα κάναμε την εκκλησία μας και μετά το σχολειό. Σιγά – σιγά, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, κάναμε τα σπιτικά μας.
     -Σεις γιατί δεν φεύγετε τώρα;
     -Το πονάμε το χωριό μας. Με τα χέρια μας το φκιάξαμε. Εγώ εδώ θέλω ν΄ αφήσω τα κόκκαλά μου. Αν με διώξουν, ας με διώξουν. Τα λεφτά που παίρνουμε δεν φτάνουν να κάνουμε αυτό που κάναμε εδώ. Δώσαμε το αίμα μας.
     Εκείνοι που φύγανε, δεν πήρανε ούτε τα κόκκαλα των δικώνε τους από το νεκροταφείο. Εμείς, αν μας διώξουν, θα τα πάρουμε μαζί μας όπου πάμε. Πάντως γράφτο. Αν δεν μας δώσουν χρήματα για να κάνουμε σπιτικό και γη δεν φεύγουμε!
     -Κι αν πλημμυρίσετε;
     -Εμείς εδώ είμαστε πιο ψηλά. Θα περιμένουμε, παρεμβαίνει ένας άλλος παπούς, ο κύρ Ηλίας Γεωργιάδης.
     -Κανένας δεν μας φρόντισε. Μόνο όταν παρακαλέσαμε στείλανε φανταράκια και στρώσανε εδώ πιο πάνω το ύψωμα έτσι που αν μας διώξουν να κάνουμε εκεί το σπιτικό μας. Ήρθαν τα φανταράκια  μ΄ ένα  γκρέϊντερ  και μια μπουλντόζα και τόστρωσαν. Χτίσαμε και το κλησάκι μας και περιμένουμε.
    
     «¨Ένα σπιτικό» Και λίγη γη
     Σηκώνεται και με πιάνει απ΄ το χέρι:
     -Ελα να στο δείξουμε.
     Βγαίνουμε από το καφενείο. Σ΄ένα άλλο ύψωμα, πεντακόσια μέτρα περίπου από την Νεράϊδα, είναι ένα εκκλησάκι. Εκεί, πάνω από το υγρό τάφο της Νεράϊδας, θα γίνει η καινούργια Νεράϊδα.
     Ο Θύμιος Χρυσοχοείδης, ενώ ανηφορίζουμε όλοι, μου λέει:
            -Τον πονάμε τον τόπο μας. Ήθελαν  να μας βγάλουν από τώρα. Ζητήσαμε παράταση 6 μήνες επειδής είναι χειμώνας. Λές να μας δώσουν; Τις προάλλες πήγαμε στον πρωθυπουργό που έστειλε, λέει, το αίτημα μας στον υπουργό Βιομηχανίας. Λες να γίνει τίποτα;
Ο γέρο Ιωαννίδης με πιάνει από το μπράτσο:
       -Ακου να σε πω. Το έργο δεν τέλειωσε ακόμα και μας διώχνουνε. Ζητάμε μια παράτα και μας λένε «φύγετε γιατί θα πνιγήτε». Καλύτερα να πνιγούμε παρά να φύγουμε. Το έργο να γίνει, γιατί κάνει καλό στην πατρίδα μας. Και εμείς όμως δεν πρέπει έτσι. Μας δίνουν 6.000 δρχ. στο χωράφι. Ο Γιώργος εδώ, παίρνει 70.000 δρχ. Τι θα πρωτοκάνει; Εδώ πέρα έχει και σπίτι και χωράφι.
       -Τώρα καλλιεργείται κτήματα;
       -Αυτά που μας έμειναν από το ποτάμι. Λίγη γη.
       -Αν σας δώσουν αλλού τα χωράφια που έχετε εδώ και ένα σπιτικό θέλετε και χρήματα;
       -Όχι. Ας μας δώσουν σπιτικό και γης μονάχα. Όταν όμως, τους λέμε για γη μας απαντάνε «Γη δεν έχουμε».
       Ο Κώστας Χατζηϊωαννίδης που είναι εκεί κτηνοτρόφος μου λέει:
       «Όταν ζήτησα λεφτά από τον νομάρχη, για να κάμω αλλού τον στάβλο μου, μου είπε:
       -να πάρεις τα ζώα σου και να τα πουλήσεις στην  Πρέσπα» Το βιός μου να πουλήσω;
       -Δεν σου δίνουν λεφτά;
       -Ελάχιστα.

       «Οσοι έφυγαν, Τώρα κλαίνε»
       Πίσω μας έχουν μαζευτή και λίγες γυναίκες του χωριού. Μουρμουρίζουν. Σημειώνω φράσεις τους:
       «Εγώ το σπιτάκι μου δεν το αλλάζω ούτε με ένα μεγάλο διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη»
       «Που να πάμε; Πώς να ξεριζωθούμε;»
       «Οποιος θα μας βγάλει να μας μεταλάβει πρώτα. Εδώ η κότα και θέλει το κοτέτσι της. Αμ΄ εμείς;»
«Μας παραπέταξαν οι Τούρκοι. Είπαμε νάρθουμε στην πατρίδα μας. Αν δεν μας θέλουν, ας μας το πουν να πάμε να πνιγούμε»
       Είναι οι αγαθές αυτές και άδολες εκρήξεις της Ελληνίδας που δεν μπορεί να καταλάβει την σκοπιμότητα που εξυπηρετεί το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο. Δεν σκέφτεται όμως με το μυαλό της. Σκέφτεται μόνο την καρδιά της και μ΄ αυτή μιλάει.
       Ο Δημητράκης Κρανιδιώτης είναι ένα από τα είκοσι παιδιά που απόμειναν στο σχολείο. Πάει Δευτέρα Δημοτικού. Τώρα που τελείωσε το μάθημα μασουλά δύο μηλαράκια.
       -Εσύ θέλεις να φύγεις να πας στη μεγάλη πόλη Δημητράκη;
       Μασουλώντας, σκύβει το κεφάλι και απαντά ντροπαλά:
       -Εγώ άμα μας διώξουν θα πάω στα ψηλά. Εγώ θα πάω αντάμα με τον φίλο μου τον Νικολάκη.
       -Θέλεις, δηλαδή, να φύγεις;
       -Ναι. Εδώ δεν έχει αυτά που έχει στην πόλη.
       Είναι βέβαιο ότι ο Δημητράκης θα πονέσει λιγότερο απ΄ όλους.
       Φεύγω από την Νεράϊδα.
       Κάτω σ΄ ένα «νησάκι» στον Αλιάκμονα είναι μια μικρή εκκλησούλα της Αγίας Βαρβάρας.
       Ο οδηγός του ταξί μου λέει ότι τις προάλλες πήγαν να την γκρεμίσουν  γιατί εκεί θα έχει γεμίσει νερό. Ο πρώτος που έπιασε λέει τον κασμά, παράλυσαν τα χέρια του και έχασε την μιλιά του. Σύμπτωση; Ίσως. Μπορεί όμως κάπως έτσι να αρχίζει ένας θρύλος.
       Το χιόνι καλύπτει τα πάντα. Καιρού θέλοντος και ΟΣΕ… επιτρέποντος ύστερα από αρκετή ώρα ξεκινώντας από το Πλατύ φθάνεις στην Κοζάνη.
       Πιο πάνω είναι ακόμη ένα όμορφο χωριό. Το λένε Νεράϊδα. Θα πνιγεί από τα νερά του υδροηλεκτρικού εργοστασίου Πολυφύτου. Λιγότερο απ΄ όλους τους Νεραϊδιώτες ίσως να πονέσει ο Δημητράκης…
       Απεσταλμένος Περιοδικού “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”
       Δημοσιογράφος   ΑΡΗΣ  ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟΣ    Δεκέμβριος  1973
       Αρχείο:  Δέσποινα Ιωαννίδου
                        Δημοτική Σύμβουλος
                           Δήμου Σερβίων Βελβεντού

Συνέντευξη κατοίκων στην Εφημερίδα "ΑΥΓΗ" 1978

         Σήμερα, χρονιάρες μέρες, δεν θα κάνω δικό μου ρεπορτάζ, θ΄ απομαγνητοφωνήσω  αποσπάσματα πίκρας, απόγνωσης και εγκατάλειψης από τους  κατοίκους της Νεράιδας Κοζάνης που τα σπίτια και τα κτήματά τους τα  «έπνιξε»  το φράγμα Πολυφύτου στον Αλιάκμονα. Κι αυτοί, τέσσερα χρόνια τώρα, πάνω από διακόσιες  ψυχές, αφημένοι σ΄ έναν παραλίμνιο πέτρινο λόφο που τον θερίζουν οι αγέρηδες, πασχίζουν να φτιάξουν τα σπίτια τους, ξανά πρόσφυγες στον τόπο τους, θωρώντας τη λίμνη που έπνιξε τα όνειρά τους, νοσταλγώντας τη χαμένη πατρίδα, τη Σεβάστεια, απ΄ όπου ξεκληρίστηκαν…
            Δεν γράφω ονόματα. Τι να τα κάνεις τα ονόματα, όταν μιλάει για όλους ο ταλαιπωρημένος από τις δεξιές κυβερνήσεις λαός, ο προδομένος  από το ντόπιο  κεφάλαιο και ντόπιους ευκαιριτζίδες…
ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΟΖΑΝΗΣ:  Άλλοτε χωριό, σήμερα βυθός της λίμνης Πολυφύτου. Δημοσιογραφικά στοιχεία απογραφών: 1940 : 153 κάτοικοι, 1951: 199, 1961: 278, 1971: 305. Σήμερα μετά το πνίξιμο του χωριού τους (1974) είκοσι οικογένειες εγκαταστάθηκαν σ ενοικιασμένα σπίτια στο Πλατύ Ημαθίας και 4- 5 σε άλλα μέρη. Τώρα στον πέτρινο λόφο πάνω από τη μεγάλη γέφυρα της λίμνης,  οι υπόλοιποι χτίζουν με τα δόντια τριάντα σπίτια, ατέλειωτα ακόμη. Διακόσιοι άνθρωποι κουβαλούν νερό από τη λίμνη και τα γύρω χωριά για να πιουν και να χτίσουν τα σπίτια τους. «Το κράτος δεν υποστήριξε το χωριό, λένε. Το άφησε στο έλεος του Θεού. Εδώ χτίσαμε τα σπίτια μας με τα λεφτά μας και την τυράννια μας. Ούτε η ΔΕΗ μας υποστήριξε ούτε το κράτος».

            Ο μονόλογος του δράματος
            *Μιλάει μια γυναίκα που σκούπιζε μια παράγκα – Εκκλησία  για τις γιορτές:
            «- Έχασα τα   νιάτα μου πάνω στο βουνό. Μισός έμεινε ο άντρας μου για να κάνουμε ένα σπίτι εδώ. Πήγα στο Νομάρχη. «Να πας να κάνεις  το φαΐ σου», λέει. «Ευχαριστώ, λέω, κύριε Νομάρχα. Αυτό το μέρος δεν είναι δικό σου, λέω. Εγώ ήρθα να κάνω παράπονο, δεν ήρθα να με πεις να πάω να κάνω φαγητό. Τι να φάω ; «Δεν μας λογαριάζουν εμάς ¨χωριάτης είναι, ας πάει να ζήσει¨ Κύριε, χωριάτης είσαι και σύ, από τη δικιά μου πλάτη τρως και κάθεσαι στην καρέκλα. Έχουμε τον πόνο μας, έχουμε κι αυτούς από πάνω. Έρχονται και μας  κοροϊδεύουν. Η δικιά σου η γυναίκα, λέω είναι ήσυχη. Έχει το φαΐ  της και τρώει, εγώ;»…
            Το κράτος δεν μας υποστήριξε, μας έκανε χειρότερους από τους Κύπριους. Μέσα στο νερό μας άφησε, τον ένα του πήρε το μάτι, τον άλλο το πόδι πήρε, την ψυχή μας πήρε και δεν μας έδωσε αποζημίωση . Έριχναν  φουρνέλα. Το χωριό ήταν μέσα. Πήγα στην αστυνομία. Είπα «να ΄ρθείτε να μας σηκώσετε». «Δεν παθαίνετε τίποτα», μου λέει. Έπαθε ο άντρας μου, έμεινε μ΄ ένα μάτι . «Κύριε αστυνόμε, είδες τι έγινε», λέω. «Τι θα γίνει τώρα!». « Έ, υπάρχουν σαν το δικό σου τον άντρα τόσοι κα τόσοι», λέει. (Με έκπληξη για το μαγνητόφωνο). Ανοιχτό είναι; Εμείς είμαστε αγράμματοι κι αν γίνει κανά λάθος θα παν να μας ρίξουν μέσα. Εγώ μέσα είμαι θα τους πω, κι άλλο μέσα απ΄ αυτό που είμαι τώρα; Είπα στον πρόεδρο για τα φουρνέλα. Δεν παθαίνετε τίποτα μου λέει. Μια δυό έρχονται πέτρες, χτυπάει μέσα στο σπίτι, κάνουν τον άντρα μου μισό, παίρνουν τα λεφτά αυτοί και  μεις στους δρόμους. Γιατί δεν ήρθε ο Νομάρχης να δει τι γίνεται εδώ;».
             «Τίποτα δεν πήραμε από τις απαλλοτριώσεις»
            Το 1971 – 72 απαλλοτριώθηκαν για το υδροηλεκτρικό φράγμα Πολυφύτου 100.000 στρεμ. Γόνιμης γης από τη ΔΕΗ που ανήκαν σε 18.000 περίπου αγροτικές οικογένειες. Οι τιμές  από 700 δρχ. μέχρι 14.000 κατά στρ., ήταν ασήμαντες. Τιμές που δεν αντιστοιχούν για το κάθε στρέμμα, είτε ξερικό ήταν, είτε αρδευμένο, παρά στο εισόδημα μιας χρονιάς. Κι ενώ τα κτήματα απαλλοτριώθηκαν το 1972 τα χρήματα τα πήραν με μειωμένη αξία λόγω τιμαρίθμου, το 1976 και το 1977. Μέσα στη δικτατορία δούλεψε πολύ το παρασκήνιο, ο ηθικός εκβιασμός, οι καταθλιπτικές συνθήκες του χουντικού κλίματος για τους   αγρότες. Πολλοί μετανάστεψαν. Περισσότερο απ΄ όλους πλήρωσε η Νεράιδα που κατακλύστηκε από τα νερά.
            Μιλάει  μια γυναίκα: «Τα λεφτά που πήραμε από τα χωράφια και το σπίτι που είχαμε όλα αυτά δεν έφτασαν και πήραμε και δάνειο 250.000 δρχ. Τότε ζούσε η οικογένεια μου. Έπαιρνα το εισόδημα από το σιτάρι και το καπνό, είχα κηπευτικά και φρούτα και διατηρούσα την οικογένεια μου, Σήμερα όμως είναι σταυρωμένα τα χέρια μας. Δεν δουλεύουμε πουθενά γι΄ αυτό και τα λίγα λεφτά που δώσανε σκόρπισαν δεξιά κι αριστερά στους δρόμους κι αναγκάστηκα να πάρω δάνειο κι είμαστε χρεωμένοι. Γιατί εμάς μας άφησαν την περιουσία στο νερό, ούτε σε μια δουλειά μας έβαλαν, ούτε κανένα προστάτεψαν, ούτε το νερό μας έφεραν, ούτε το σχολείο μας έφτιαξαν, ούτε την εκκλησία μας έκαναν, δηλαδή άνθρωποι από θεομηνία να παθαίναμε έπρεπε, να μας τακτοποιήσουν, όμως δυστυχώς σήμερα τυραννιόμαστε και κανένας δεν μας προστάτεψε. Κάθε μέρα κλαίμε και φωνάζουμε: «Νερό θέλουμε» και δεν ενδιαφέρεται κανένας. Είναι δικαιοσύνη αυτή; Κουβαλώ κάθε μέρα νερό με το άλογο από χιλιόμετρα. Πληρώνουμε βυτίο και μας φέρνουνε. Σήμερα εγώ τρέφω άλογο για να φέρω μόνο το νερό να μαγειρέψω. Είχα καινούργιο σπίτι κι είχα το νερό κι επάνω και στην αυλή και σήμερα κουβαλώ νερό με το άλογο πάνω  στο ύψωμα για να ξεδιψάσω τα παιδιά μου. Ζωή είναι αυτή;
            Ενας  γέρος περιγράφει το ξεσπίτωμα: «Αυτοί είχαν πρόγραμμα να κλείσουν τη λίμνη. Δεν μας  είπαν να πάμε σ΄ένα μέρος  να μείνουμε εκεί. Την τελευταία στιγμή σε δεκαπέντε μέρες το νερό έφτασε μέσα στο χωριό. Οι οικογένειες μέσα. Έρχεται από τη ΔΕΗ ένας υπάλληλος. Μου λέει να γκρεμίσω τα μαντριά. Τα γελάδια μέσα. Βρε χριστιανέ, του λέω, φεύγα, εγώ που θα πάω; Εχω τα γελάδια μέσα. Όχι. Διατάζει το μπολτοζιέρη να το χαλάσει. Ήρθα στη στιγμή  να σκοτώσω ή να με σκοτώσει. Σ΄αυτό το σημείο πέσαμε. Αρπάζω μια πέτρα, «θα φύγεις ή δε θα φύγεις;». Η γριά μαζί. Θα πεθάνεις ή πεθάνω, λέω. Κι από πάνω έβρεχε. Μέσα στο νερό ήμασταν.
             Χωρίς σχολείο
            «Μείνανε πέντε – έξι μαθητές που πάνε σε σχολεία μακρινά, με τρακτέρ, με τα πόδια, στο Βαθύλακο, στο Βελβεντό, στα Σέρβια. Δεν μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε δώδεκα παιδιά. Άλλοτε με τρία παιδιά είχαμε δάσκαλο. Τώρα έχουμε, αλλά πήγε στο απέναντι χωριό, τη Λάβα. Έχω δύο παιδιά, 8 και 10 χρονών, κάθε μέρα κατεβαίνουν ένα χιλιόμετρο με τα πόδια και πάνε με το λεωφορείο πέντε χιλιόμετρα στα Σέρβια. Δυό χρόνια τα πήγαινα κάθε μέρα και ξαναπήγαινα να τα πάρω με το τρακτέρ στο Βαθύλακο, δώδεκα χιλιόμετρα σύρε έλα.
            Η προηγούμενη κυβέρνηση αναγνωρίζοντας την αδικία, αλλά και τις χουντικές αποφάσεις  των δικαστηρίων έδωσε μια πρόσθετη καταβολή στους δικαιούχους σαν οικονομική ενίσχυση», που με κανένα τρόπο δεν λύνει το οξύ κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε στα  με περιορισμένο κλήρο από τη λίμνη χωριά του Αλιάκμονα.
            «Στο  χωριό μας έγινε, όπως πουλάμε τα καπνά. Έγινε ένας  διασπασμός και οι περισσότεροι  αδικήθηκαν. Ο διασπασμός βέβαια έγινε από τη ΔΕΗ. Πήραν ορισμένοι, ο παλιός πρόεδρος, ο παπάς που μας εγκατέλειψε και οι υπόλοιποι, και οι άλλοι τίποτα..».
            «Εμένα μου ΄δώσαν 200 δρχ  το κυβικό για καπναποθήκη». «Εμάς μας δώσαν  στο σπίτι δυό κατοστάρικα το κυβικό». Και γω αδικεύτηκα, γιατί δεν έπιανε η κουβέντα μου».
            «Μας  είπαν ότι θα μας  δανείσει η Αγροτική Τράπεζα από 230.000 δρχ. για κάθε νοικοκυριό και με 5% τόκο και ανέβηκε τώρα 9%. Εχουμε τέσσερα χρόνια και λεφτά δεν πήραμε από πουθενά».
            «Η ΔΕΗ  μας έδωσε εξευτελιστικές αποζημιώσεις  με τις οποίες δεν μπορούμε να αποκατασταθούμε. Ούτε είμαστε ευχαριστημένοι από τα βοηθήματα που μας έδωσε ο Παπαληγούρας. Θέλουμε να μας δώσουν δουλειά στα έργα. Ο γιός μου έχει τρία διπλώματα από το εξωτερικό και δεν βρίσκει δουλειά. Όλη η νεολαία δεν έχει δουλειά. Είμαστε οι παθόντες γι΄αυτό θέλουμε αποκατάσταση».
            «Θέλουμε τα λίγα χωράφια που μας έμειναν να γίνουν ποτιστικά από το κράτος ή τη ΔΕΗ  και να μοιραστούν αρκετά κοινοτικά στρέμματα που υπάρχουν σε ακτήμονες».
            «Το δάνειο που πήραμε για να φτιάξουμε τα σπίτια, 200.000, θέλουμε να μας το χαρίσουν και να μας δώσουν  αυξημένη  αποζημίωση. Μας εκτίμησαν τα χωράφια μας με άλλο τιμάριθμο. Κι ο τιμάριθμος  έφυγε πάνω. Αν μας τα δίνανε τότες, το ΄72, θα μπορούσαμε να κάνουμε το σπίτι, θα είχαμε και λεφτά στα χέρια μας».
            «Θέλουμε το νερό της πηγής από το οποίο πίνουμε 50  χρόνια  και μας το πήραν τα  Λεύκαρα  (γειτονική κοινότητα) να μας το δώσουν το συντομότερο. Δεν μπορούμε άλλο χωρίς νερό. Το νερό το κουβαλούμε με ζώα και βυτία  από το Βαθύλακο, τη Μεσιανή, τα Σέρβια.. Αφού γίνεται χωριό, γιατί δεν μας αναγνωρίζει το κράτος, η ΔΕΗ, και να ενεργήσει να φέρει το νερό;
            «Αυτό το φως γιατί να το παίρνουμε τρεις δραχμές, αφού είμαστε παθόντες από τη ΔΕΗ. Γιατί οι υπάλληλοι της ΔΕΗ να το παίρνουν πέντε δεκάρες;
            «Θέλουμε σχολείο για  παιδιά μας, εκκλησία, και ο Νομάρχης να μας στείλει καμιά φαγάνα να στρώσει αυτό το χωράφι με τις πέτρες που το έχουμε για πλατεία»
            Ρεπορτάζ του Δημοσιογράφου της εφημερίδας  ΑΥΓΗ
            ΧΡΗΣΤΟΥ  ΖΑΦΕΙΡΗ